- χρωμικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμιο: Γνωστό είναι το χρωμικό οξύ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρωμικός — (I) ή, ό, Ν [χρώμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμα («χρωμικές μέθοδοι φωτογράφησης»). (II) ή, ό, Ν 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρώμιο («χρωμικά άλατα») 2. φρ. «χρωμικά ορυκτά» (ορυκτ.) μικρή ομάδα σπάνιων ανόργανων ενώσεων… … Dictionary of Greek